- σιφωνάτωρ
- -ορος, ο, ΝΜ [σίφων](στο Βυζάντιο) ο χειριστής τών σιφώνων με τους οποίους εξακοντίζονταν το υγρό πυρ από τους βυζαντινούς δρόμωνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιφωνάριος — ὁ, Μ [σίφων] σιφωνάτωρ* … Dictionary of Greek